- εὔσκεπτον
- εὔσκεπτοςeasy to examinemasc/fem acc sgεὔσκεπτοςeasy to examineneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύσκεπτος — εὔσκεπτος, ον (Α) αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιό σκεπτος, πολύ σκεπτος] … Dictionary of Greek